- ῥωποπώλῃ
- ῥωποπώληςdealer in petty waresmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και δημαγωγός, οπαδός του δημοκρατικού κόμματος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Κατηγορήθηκε για κλοπή και ο Λυσίας έγραψε λόγο εναντίον του, το 389 π.Χ. Λέγεται ότι καταδικάστηκε σε θάνατο. 2. Ε. ο Αμβρακιώτης … Dictionary of Greek
ρωποπωλείο — το / ῥωποπωλεῑον, ΝΜΑ και ῥωποπώλιον, Α [ῥωποπώλης] το κατάστημα τού ρωποπώλη, ψιλικατζήδικο … Dictionary of Greek